- κτίστρια
- η (AM κτίστρια)βλ. κτίστης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κτίστης — και χτίστης, ο (AM κτίστης, θηλ. κτίστρια, Α και κτιστής) [κτίζω] 1. εργάτης ειδικευμένος στο κτίσιμο, οικοδόμος 2. ο δημιουργός τού σύμπαντος, ο πλάστης, ο θεός («τότε ένετείλατό μοι ό κτίστης απάντων», ΠΔ) αρχ. 1. ιδρυτής, θεμελιωτής, ιδίως… … Dictionary of Greek